ανασκοπώ

ανασκοπώ
(Α ἀνασκοπῶ, -έω) [σκοπώ]
νεοελλ.
ξανασκέπτομαι, επανεξετάζω με συντομία
αρχ.
παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω, αναλογίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανασκοπώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. εκτιμώ, κρίνω το παρελθόν: Ανασκόπησαν τα γεγονότα της τελευταίας 20ετίας στη χώρα μας. 2. εξετάζω καλύτερα, αναμετρώ: Ανασκόπησαν τα στοιχεία πάνω στα οποία είχαν στηρίξει την άποψή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνασκοπῶ — ἀνασκοπέω look at narrowly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνασκοπέω look at narrowly pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνασκοπέω look at narrowly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνασκοπέω look at narrowly pres ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… …   Dictionary of Greek

  • ανασκέπτομαι — ἀνασκέπτομαι (Α) ανασκοπώ, επανεξετάζω …   Dictionary of Greek

  • επανασκοπώ — ἐπανασκοπῶ, έω (Α) [σκοπώ] εξετάζω ξανά, ανασκοπώ («δοκεῑ oὖv μοι χρῆναι ἐπανασκέψασθαι τί καὶ λέγω», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • προανασκοπούμαι — έομαι, Α παρατηρώ κάτι πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνασκοπῶ, οῦμαι «παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”